ώπολλον

ώπολλον
Α
(δωρ. τ.) κράση αντί ὦ Ἄπολλον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ὦπολλον — Ἄπολλον , Ἀπόλλων masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλάριος — κλάριος, ὁ (Α) [κλάρος] (δωρ. τ. τού κλήριος*) 1. αυτός που διανέμει με κλήρο 2. ως κύριο όν. ὁ Κλάριος προσωνυμία τού Διός και τού Απόλλωνος (α. «τὸ δὲ χωρίον καλεῑται... Διὸς Κλαρίου», Παυσ.) β. «ὤπολλον, πολλοί σε Βοηδρόμιον καλέουσι, πολλοὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”